τραχω

τραχω
τρέχω, τρᾰχω (τρεχέτω; τρέχων, τράχον; τρέχειν: aor. ἔδραμον; δραμεῖν.)
1 run ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμο̄ν ἀθρόοι (ἔδραμον σὺν ὅπλοις coni. Bergk: came running) N. 1.51 τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων (sc. ὠαρίων: τρέχε τοι coni. Turyn) fr. 74. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν (τρέφειν v. l.) fr. 106. 2. c. acc. cogn.,

στάδιον μὲν ἀρίστευσεν, εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων Οἰωνός O. 10.65

met.,

καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7

of time,

τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τράχω — Α (δωρ. τ.) βλ. τρέχω …   Dictionary of Greek

  • τράχω — τρέχω run pres subj act 1st sg (doric) τρέχω run pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • ТРАХОНИТИДА —    • Trachonītis,          Τραχωνι̃τις, один из 6 округов восточно иорданской области, песчаная гористая местность между Дамаском и низменной Сирией, получившая название от двух каменистых горных кряжей (Τραχω̃νες) …   Реальный словарь классических древностей

  • τράχε — Α (κατά τον Ησύχ.) «πορεύου». [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχω, δωρ. τ. τού ρ. τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • dhregh-1 —     dhregh 1     English meaning: to run     Deutsche Übersetzung: “laufen”     Material: Arm. durgn, gen. drgan “potter’s wheel” (after Meillet BAL. SLAV. 36, 122 from *dhr̥gh ); Gk. τρέχω (Dor. τράχω), Fut. ἀποθρέξομαι, θρέξω “run”, τροχός (: O …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”